- φισκίνα
- ἡ, Μδεξαμενή, κολυμβήθρα («εἰς τὸ χεῑλος τῆς φισκίνης ὅπου ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. piscina «δεξαμενή, κολυμπήθρα, ιχθυοτροφείο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek